-
1 παρ-ολιγ ωρέω
παρ-ολιγ ωρέω, = ὀλιγωρέω; absolut, Xen. Hell. 7, 4, 13; Pol. 4, 46, 6; u. pass., μηδέποτε λήϑῃ μηδὲ ἀμελείᾳ τῶν κρειττόνων ἡμᾶς παρωλιγωρῆσϑαι, Plat. Epin. 991 d; Pol. 5, 27, 6.
1 παρ-ολιγ ωρέω
παρ-ολιγ ωρέω, = ὀλιγωρέω; absolut, Xen. Hell. 7, 4, 13; Pol. 4, 46, 6; u. pass., μηδέποτε λήϑῃ μηδὲ ἀμελείᾳ τῶν κρειττόνων ἡμᾶς παρωλιγωρῆσϑαι, Plat. Epin. 991 d; Pol. 5, 27, 6.